μελλόποσις
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A about to become a husband or wife, S.Fr.1068; cf. μελλέποσις.
German (Pape)
[Seite 125] im Begriff Gatte zu werden, Soph. frg. 910 bei Poll. 3, 45.
Greek (Liddell-Scott)
μελλόποσις: ὁ, ἡ, ὁ μέλλων νὰ γίνῃ σύζυγος, Σοφ. Ἀποσπ. 910· μελλέποσις παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 769.
Greek Monolingual
μελλόποσις, -εως, και, κατά τον Ησύχ., μελλέποσις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πόσις «σύζυγος»].
Russian (Dvoretsky)
μελλόποσις: εως adj. Soph. = μελλόγαμος.