μετρίως
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec mesure ou modération, modérément, οὐ μετρίως PLUT à un haut degré ou avec excès;
2 en mauv. part pauvrement;
Cp. μετριώτερον, Sp. μετριώτατα.
Étymologie: μέτριος.
English (Strong)
adverb from a derivative of μέτρον; moderately, i.e. slightly: a little.
English (Thayer)
(μέτριος), adverb (from Herodotus down);
a. in due measure.
b. moderately: οὐ μετρίως (A. V. not a little), exceedingly (Plutarch, Flam. 9, et al.), Acts 20:12.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
μετρίως: 1) умеренно, с тактом (μ. καὶ σωφρόνως πράττειν Plat.);
2) в меру, в надлежащей мере, достаточно (δεδηλῶσθαι Plat.; προειρῆσθαι περί τινος Aeschin.): οὐ μ. NT немало, сильно;
3) терпеливо, с выдержкой (φέρειν τι Polyb.);
4) справедливо, правильно: καὶ οἶμαι αὐτὰ μ. ἔχειν Plat. и я думаю, что это правильно.