Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μιξοπάρθενος

From LSJ
Revision as of 00:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξοπάρθενος Medium diacritics: μιξοπάρθενος Low diacritics: μιξοπάρθενος Capitals: ΜΙΞΟΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: mixopárthenos Transliteration B: mixoparthenos Transliteration C: miksoparthenos Beta Code: micopa/rqenos

English (LSJ)

ον,

   A half-maiden, of Echidna, Hdt.4.9; of the Sphinx, E.Ph.1023.

German (Pape)

[Seite 189] halb Jungfrau, mit Jungfrauengestalt gemischt; von der Sphinx, Eur. Phoen. 1030; Her. 4, 9.

Greek (Liddell-Scott)

μιξοπάρθενος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ παρθένος, ἐπὶ τῆς Ἐχίδνης, Ἡρόδ. 4. 9· ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1023.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est à moitié une jeune fille.
Étymologie: μίγνυμι, παρθένος.

Greek Monolingual

και μειξοπάρθενος, -η, -ο (Α μιξοπάρθενος και μειξοπάρθενος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μ(ε)ιξοπάρθενη
η μιξοπαρθένα
αρχ.
(για την έχιδνα και για τη Σφίγγα) αυτή που είναι κατά το ήμισυ παρθένος ή που έχει τη μορφή παρθένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + παρθένος (πρβλ. ψευδο-πάρθενος)].

Greek Monotonic

μιξοπάρθενος: -ον, σχεδόν παρθένα, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μιξοπάρθενος: наполовину похожая на деву (ἔχιδνα Her.; Σφίγξ Soph.).