μιγμός
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Full diacritics: μιγμός | Medium diacritics: μιγμός | Low diacritics: μιγμός | Capitals: ΜΙΓΜΟΣ |
Transliteration A: migmós | Transliteration B: migmos | Transliteration C: migmos | Beta Code: migmo/s |
οῦ, ὁ,
A = μίγμα, D.L.7.158.
[Seite 182] ὁ, das Mischen, die Vermischung, D. L.
μιγμός: -οῦ, ὁ, = μῖγμα, μνημονεύεται ἐκ Διογ. Λ.
μιγμός, ὁ (Α) μίγνυμι / μείγνυμι]
μίγμα.
μιγμός: ὁ Diog. L. = μῖγμα.