Νάξιος
From LSJ
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 de Naxos, une des Cyclades;
2 de Naxos, en Sicile.
Étymologie: Νάξος.
English (Slater)
Νάξιος
1 of Naxos,
a the Aegean island. φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν (νομίζονται γὰρ διαφορώταται τῶν ἄλλων ἀκονῶν αἱ κατὰ τὴν ἐν Κρήτῃ Νάξον Σ, but edd. refer to the island of Naxos) (I. 6.73)
b Naxos in Sicily. ἀμεύσεσθαι Νάξιον Τείσανδρον. (v. Paus., 6. 13. 8.) fr. 23.
Russian (Dvoretsky)
Νάξιος: II ὁ житель Наксоса, наксосец Her. etc.
наксосский: Ναξία ἀκόνα Pind. оселок из наксосского камня.