νηποινεί

From LSJ
Revision as of 00:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηποινεί Medium diacritics: νηποινεί Low diacritics: νηποινεί Capitals: ΝΗΠΟΙΝΕΙ
Transliteration A: nēpoineí Transliteration B: nēpoinei Transliteration C: nipoinei Beta Code: nhpoinei/

English (LSJ)

Adv. of sq.,

   A with impunity, esp. in phrase νηποινεὶ τεθνάναι, SIG194.10 (Amphipolis, iv B.C.), Lexap.And.1.95, Lexap.D.23.60, cf. Pl.Lg.874c; ν. ἀποκτείνειν (v.l. νήποινα) X.Hier.3.3.

French (Bailly abrégé)

adv.
impunément.
Étymologie: νήποινος.

Greek Monolingual

νηποινεί και νηποινί (Α)
επίρρ. χωρίς τιμωρία, ατιμώρητα, ατιμωρητί («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν πόλεων νηποινεὶ ἀποκτείνειν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήποινος + επιρρμ. κατάλ. -εί / ί (πρβλ. αθε-εί, κληρωτ-ί)].

Greek Monotonic

νηποινεί: ή -ί, Επίρρ., Λατ. impune, χωρίς τιμωρία, ατιμωρητί, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νηποινεί: или νηποινί adv. безнаказанно Xen., Plat., Dem.