νουθετησμός

From LSJ
Revision as of 00:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετησμός Medium diacritics: νουθετησμός Low diacritics: νουθετησμός Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΣΜΟΣ
Transliteration A: nouthetēsmós Transliteration B: nouthetēsmos Transliteration C: nouthetismos Beta Code: nouqethsmo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Men.1042, censured by Poll.9.139 and Phot. (-ισμός in both Gramm.).

Greek Monolingual

νουθετησμός, ὁ (Μ)
νουθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετῶ, αντί νουθέτηση, κατά τα παρ. σε -ισμός από ρ. σε -ίζω].

Russian (Dvoretsky)

νουθετησμός: ὁ Men. = νουθέτησις.