μώομαι

From LSJ
Revision as of 00:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

German (Pape)

[Seite 226] ep. gedehnte Form für μῶμαι, μάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μώομαι: Ἐπ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ μάομαι.

French (Bailly abrégé)

seul. impér. prés. 2ᵉ sg. μώεο;
c. μῶμαι.

Greek Monotonic

μώομαι: Επικ. εκτεταμ. τύπος του μάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μώομαι: (только 2 л. sing. imper. praes. μώεο) Xen. = μῶμαι.