μώομαι
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
German (Pape)
[Seite 226] ep. gedehnte Form für μῶμαι, μάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μώομαι: Ἐπ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ μάομαι.
French (Bailly abrégé)
seul. impér. prés. 2ᵉ sg. μώεο;
c. μῶμαι.
Greek Monotonic
μώομαι: Επικ. εκτεταμ. τύπος του μάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μώομαι: (только 2 л. sing. imper. praes. μώεο) Xen. = μῶμαι.