ξένη
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
English (LSJ)
ἡ, fem. of ξένος : 1 (sc. γυνή) foreign woman, A.Ag.950, etc. 2 (sc. γῆ) foreign country, ἐν ξένᾳ S.Ph.135(lyr.); ἐπὶ ξένης X.Lac.14.4 ; ἐπὶ ξ. καταβιοῦν Phld.Rh.2.146S., cf. Plu.2.576c, etc.
German (Pape)
[Seite 276] ἡ, fem. zu ξένος, 1) sc. γυνή, die Fremde, die Gastfreundinn; H. h. Cer. 249; ξείνας, Pind. P. 4, 233; Aesch. Ag. 924 u. sonst. – 2) sc. ἡ χώρα, die Fremde, fremdes Land; Soph. Phil. 135; Eur. Andr. 136; Philostr. u. a. Sp.; ἐπὶ ξείνης, in der Fremde, Paul. Sil. 82 (XII, 560). – Auch = ξενία, gastliche Aufnahme, Gastlichkeit, wo man τράπεζα ergänzt.
Greek (Liddell-Scott)
ξένη: ἡ, θηλ. τοῦ ξένος· 1) (ἐξυπακ. τοῦ γυνή), ξένη γυνή, ἐκ ξένης χώρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 950 κλπ. 2) ἐξυπακουομ. τοῦ γῆ), ξένη χώρα, ἐν ξένᾳ Σοφ. Φιλ. 135· ἐπὶ ξένης Ξεν. Λακ. 14, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 576C.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
v. ξένος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ξένη, Α δωρ. τ. ξένα, ιων. τ. ξείνη) βλ. ξένος.
Greek Monotonic
ξένη: ἡ, θηλ. του ξένος·
1. (ενν. γυνή), γυναίκα φιλοξενούμενη, ξένη, αλλοδαπή γυναίκα, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. (ενν. γῆ), ξένη χώρα, σε Σοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ξένη: ἡ1) (sc. γυνή) чужеземка, иностранка Aesch., Plat.;
2) (sc. γῆ) чужой край, чужбина Xen., Soph.