ξιφιστήρ

From LSJ
Revision as of 00:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφιστήρ Medium diacritics: ξιφιστήρ Low diacritics: ξιφιστήρ Capitals: ΞΙΦΙΣΤΗΡ
Transliteration A: xiphistḗr Transliteration B: xiphistēr Transliteration C: ksifistir Beta Code: cifisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A sword-belt, PCair. Zen35.2 (iii B.C.). Plu.Pomp.42, Hld.9.23.

German (Pape)

[Seite 280] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Plut. Pomp. 42; Heliod. 9, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφιστήρ: ῆρος, ὁ, τελαμὼν ξίφους, Πλουτ. Πομπ. 42, Ἡλιόδ. 9. 23.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
baudrier.
Étymologie: ξίφος.

Greek Monolingual

ξιφιστήρ, ὁ (Α)
λωρίδα από την οποία κρεμούσαν το ξίφος, ζωστήρας ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. βραχιονισ-τήρ, κορυφισ-τήρ) ή απευθείας από ξίφος.

Greek Monotonic

ξῐφιστήρ: -ῆρος, ὁ (ξίφος), ζώνη, ζωστήρας (τελαμών), όπου προσδένεται το ξίφος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφιστήρ: ῆρος ὁ перевязь или ножны для меча Plut.