ὀλιγώρως
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
French (Bailly abrégé)
adv.
avec négligence ou mépris : ὀλιγώρως ἔχειν XÉN être indifférent ; ὀλιγώρως ἔχειν τινός IS, πρός τι ISOCR négliger ou mépriser qch.
Étymologie: ὀλίγωρος.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγώρως: небрежно, пренебрежительно, безразлично, тж. презрительно (διακεῖσθαι Lys.; φέρειν τι и ἔχειν τινός Plut.; ὀ. ἔχειν καὶ κοσμίως Plat.).