ὀστρακόχροος

From LSJ
Revision as of 01:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)

Source

German (Pape)

[Seite 400] zsgzgn -χρους, mit harter Haut od. Schaale, – auch im acc. ὀστρακόχροα, vom Krebs, Flacc. 4 (VI, 196).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκόχροος: -ον, καὶ αἰτ. κατὰ μεταπλ. ὀστρακόχροα, ὁ ἔχων σκληρὸν δέρμα, Ἀνθ. Π. 9. 196· ― πρβλ. μαλάκια, τά.

Greek Monotonic

ὀστρᾰκόχροος: -ον (χρόα), με μεταπλ. αιτ. ὀστρακόχροα, αυτός που έχει τραχιά επιδερμίδα ή σκληρό κέλυφος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀστρᾰκόχροος: стяж. ὀστρᾰκό-χρους 2 (acc. ὀστρακόχροα) твердокожий, покрытый скорлупой (πάγουρος Anth.).