οὖας
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
German (Pape)
[Seite 408] ατος, τό, ion. = οὖς, das Ohr; Hom. Il. oft, ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει 10, 535, αἲ γὰρ ἀπ' οὔατος εἴη ἐμεῦ ἔπος, 22, 454, wie 18, 272, wenn es meinem Ohr fern bliebe, wenn ich das nicht hören müßte; εἰσί μοι ὀφθαλμοί τε καὶ οὔατα, Od. 20, 365; ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν ἠδ' οὔασιν ὄσσαν ἀκοῦσαι, Hes. Th. 701. – Auch Henkel an Gefäßen, Il. 11, 633. 18, 378 u. einzeln bei sp. D. – Vgl. οὖς.
Greek (Liddell-Scott)
οὖᾰς: τό, ποιητ. ἀντὶ οὖς, ὠτός.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
pl. οὔατα, dat. οὔασι(ν);
épq. et ion. c. οὖς.
Greek Monolingual
οὖας, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. οὖς.
Greek Monotonic
οὖᾰς: τό, ποιητ. αντί οὖς, αυτί.
Russian (Dvoretsky)
οὖᾰς: ατος τό эп.-ион. = οὖς.