οὖας

From LSJ
Revision as of 01:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

German (Pape)

[Seite 408] ατος, τό, ion. = οὖς, das Ohr; Hom. Il. oft, ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει 10, 535, αἲ γὰρ ἀπ' οὔατος εἴη ἐμεῦ ἔπος, 22, 454, wie 18, 272, wenn es meinem Ohr fern bliebe, wenn ich das nicht hören müßte; εἰσί μοι ὀφθαλμοί τε καὶ οὔατα, Od. 20, 365; ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν ἠδ' οὔασιν ὄσσαν ἀκοῦσαι, Hes. Th. 701. – Auch Henkel an Gefäßen, Il. 11, 633. 18, 378 u. einzeln bei sp. D. – Vgl. οὖς.

Greek (Liddell-Scott)

οὖᾰς: τό, ποιητ. ἀντὶ οὖς, ὠτός.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pl. οὔατα, dat. οὔασι(ν);
épq. et ion. c. οὖς.

Greek Monolingual

οὖας, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. οὖς.

Greek Monotonic

οὖᾰς: τό, ποιητ. αντί οὖς, αυτί.

Russian (Dvoretsky)

οὖᾰς: ατος τό эп.-ион. = οὖς.