παλαιομάτωρ

From LSJ
Revision as of 01:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιομάτωρ Medium diacritics: παλαιομάτωρ Low diacritics: παλαιομάτωρ Capitals: ΠΑΛΑΙΟΜΑΤΩΡ
Transliteration A: palaiomátōr Transliteration B: palaiomatōr Transliteration C: palaiomator Beta Code: palaioma/twr

English (LSJ)

[μᾱ], ορος, ἡ,

   A ancient mother, E.Supp.628 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 445] ορος, ἡ, v. l. von παλαιμάτωρ, bei Eur.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιομάτωρ: -ορος, ἡ, παλαιὰ μήτηρ. Εὐρ. Ἱκέτ. 628.

French (Bailly abrégé)

ορος (ἡ) :
mère antique.
Étymologie: παλαιός, μήτηρ.

Greek Monolingual

παλαιομάτωρ, -ορος, ἡ (Α)
αυτή που υπήρξε μητέρα σε παλαιούς χρόνους («ἰὼ Ζεῡ, τᾱς παλαιομάτορας παιδογόνε πόριος Ἰνάχου», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -μᾶτωρ (< μήτηρ)].

Greek Monotonic

πᾰλαιομάτωρ: -ορος, ὁ (μήτηρ), παλιά μητέρα, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλαιομάτωρ -ορος, ἡ [παλαιός, μήτηρ] Dor., oude moeder.

Russian (Dvoretsky)

παλαιομάτωρ: ορος ἡ дор. = * παλαιομήτωρ.