παλαιομάτωρ
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
[μᾱ], ορος, ἡ,
A ancient mother, E.Supp.628 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 445] ορος, ἡ, v. l. von παλαιμάτωρ, bei Eur.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιομάτωρ: -ορος, ἡ, παλαιὰ μήτηρ. Εὐρ. Ἱκέτ. 628.
French (Bailly abrégé)
ορος (ἡ) :
mère antique.
Étymologie: παλαιός, μήτηρ.
Greek Monolingual
παλαιομάτωρ, -ορος, ἡ (Α)
αυτή που υπήρξε μητέρα σε παλαιούς χρόνους («ἰὼ Ζεῡ, τᾱς παλαιομάτορας παιδογόνε πόριος Ἰνάχου», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -μᾶτωρ (< μήτηρ)].
Greek Monotonic
πᾰλαιομάτωρ: -ορος, ὁ (μήτηρ), παλιά μητέρα, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλαιομάτωρ -ορος, ἡ [παλαιός, μήτηρ] Dor., oude moeder.
Russian (Dvoretsky)
παλαιομάτωρ: ορος ἡ дор. = * παλαιομήτωρ.