παραπλώω
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
Ion. for παραπλέω.
German (Pape)
[Seite 495] (s. πλώω), ep. u. ion. statt παραπλέω, vorüberschiffen; παρέπλω, aor. syncop., Od. 12, 69; Her. 4, 99; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
παραπλώω: Ἰων. ἀντὶ παραπλέω.
French (Bailly abrégé)
impf. ou ao.2, 3ᵉ sg. παρέπλω;
ion. c. παραπλέω.
Étymologie: παρά, πλώω.
English (Autenrieth)
aor. 2 παρέπλω: sail by, Od. 12.69†.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. παραπλέω.
Greek Monotonic
παραπλώω: Ιων. αντί παραπλέω.
Russian (Dvoretsky)
παραπλώω: эп.-ион. = παραπλέω.