παρέπλω
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
v. παραπλέω.
French (Bailly abrégé)
v. παραπλώω.
Russian (Dvoretsky)
παρέπλω: эп.-ион. 3 л. sing. impf. или aor. 2 к παραπλώω.
Greek (Liddell-Scott)
παρέπλω: ἴδε παραπλέω.
English (Autenrieth)
see παραπλώω.
Greek Monotonic
παρέπλω: γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ του παραπλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρέπλω ep. indic. aor. act. 3 sing. van παραπλέω.