παραχωρητικός

Revision as of 01:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to yield in respect of, δόξης καὶ δυνάμεως Plu.2.485c ; τὸ -κόν complaisance, M.Ant. 1.16.    II in Law. received or executed in consideration for a surrender, ἀργύριον BGU906.10 (i A.D.) ; διεγγύημα PLond.2.300.14 (ii A.D.) ; ὁμολογία Sammelb.6000.15 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 509] ή, όν, nachgebend, nachgiebig; M. Ant. 1, 16; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παραχωρητικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ὑποχωρήσῃ, τινός, ἔν τινι πράγματι, Πλούτ. 2. 485Β· τὸ παραχωρητικόν, τὸ παραχωρεῖν, ὑποχωρεῖν, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui cède volontiers, accommodant ; τὸ παραχωρητικόν complaisance.
Étymologie: παραχωρέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παραχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παραχωρώ
αυτός που αναφέρεται στην παραχώρηση
νεοελλ.
φρ. «παραχωρητικές προτάσεις» — προτάσεις που σημαίνουν παραχώρηση, ενδοτικές ή εναντιωματικές προτάσεις
αρχ.
1. εκείνος που έχει την τάση να κάνει παραχωρήσεις, ενδοτικός, υποχωρητικός
2. αυτός που έχει ληφθεί ή εκτελεστεί με την προοπτική παράδοσης στον διάδικο ή στον αντίπαλο (α. «παραχωρητικὴ ὁμολογία» β. «παραχωρητικὸν ἀργύριον, διεγγύημα»)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραχωρητικόν
η ιδιότητα εκείνου ο οποίος είναι παραχωρητικός, η υποχωρητικότητα, η ενδοτικότητα.

Russian (Dvoretsky)

παραχωρητικός: уступчивый: π. τινος Plut. уступчивый в чем-л.