παρῴχηκα
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
French (Bailly abrégé)
v. παροίχομαι.
English (Autenrieth)
see παροιχομαι.
Russian (Dvoretsky)
παρῴχηκα: pf. к παροίχομαι.