παραστάτις

From LSJ
Revision as of 01:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστάτῐς Medium diacritics: παραστάτις Low diacritics: παραστάτις Capitals: ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΣ
Transliteration A: parastátis Transliteration B: parastatis Transliteration C: parastatis Beta Code: parasta/tis

English (LSJ)

[στᾰ], ῐδος, fem. of παραστάτης, S.Tr.889 ;

   A helper, Id.OC559, X.Mem. 2.1.32, etc.    II παραστατίς (sic)· ἀγγεῖον θερμαντικόν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 500] ιδος, ἡ, fem. von παραστάτης, Beistand, Gehülfinn, Soph. O. C. 559 Trach. 891; τινί, Xen. Mem. 2, 1, 32 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραστάτῐς: -ῐδος, θηλ. τοῦ παραστάτης, Σοφ. Τρ. 889· βοηθός, ἐπίκουρος, ἀντιλήπτωρ, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 559, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
femme ou déesse qui prête secours ou assistance.
Étymologie: παραστάτης.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αγγείο θερμαντικό.

Greek Monotonic

παραστάτῐς: -ῐδος, θηλ. του παραστάτης, βοηθός, επίκουρος, σε Σοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παραστάτις: ῐδος (τᾰ) ἡ
1) стоящая рядом: ἐπεῖδον, ὡς δὴ πλησία π. Soph. я видела, ибо стояла тут же рядом;
2) помощница, защитница Soph., Xen.