παραστάτις
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
[στᾰ], ῐδος, fem. of παραστάτης, S.Tr.889 ;
A helper, Id.OC559, X.Mem. 2.1.32, etc. II παραστατίς (sic)· ἀγγεῖον θερμαντικόν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 500] ιδος, ἡ, fem. von παραστάτης, Beistand, Gehülfinn, Soph. O. C. 559 Trach. 891; τινί, Xen. Mem. 2, 1, 32 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραστάτῐς: -ῐδος, θηλ. τοῦ παραστάτης, Σοφ. Τρ. 889· βοηθός, ἐπίκουρος, ἀντιλήπτωρ, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 559, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
femme ou déesse qui prête secours ou assistance.
Étymologie: παραστάτης.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αγγείο θερμαντικό.
Greek Monotonic
παραστάτῐς: -ῐδος, θηλ. του παραστάτης, βοηθός, επίκουρος, σε Σοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
παραστάτις: ῐδος (τᾰ) ἡ
1) стоящая рядом: ἐπεῖδον, ὡς δὴ πλησία π. Soph. я видела, ибо стояла тут же рядом;
2) помощница, защитница Soph., Xen.