περικαλίνδησις

From LSJ
Revision as of 02:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικᾰλίνδησις Medium diacritics: περικαλίνδησις Low diacritics: περικαλίνδησις Capitals: ΠΕΡΙΚΑΛΙΝΔΗΣΙΣ
Transliteration A: perikalíndēsis Transliteration B: perikalindēsis Transliteration C: perikalindisis Beta Code: perikali/ndhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A rolling about, Plu.2.919a (pl.).

German (Pape)

[Seite 578] ἡ, = περικυλίνδησις, Plut. qu. nat. 28.

Greek (Liddell-Scott)

περικᾰλίνδησις: ἡ, = περικυλίνδησις, Πλούτ. 2. 919Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de rouler autour.
Étymologie: περί, καλινδέομαι.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α
περιστροφή, περικυλίνδησις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καλίνδησις «κύλισμα»].

Russian (Dvoretsky)

περικᾰλίνδησις: εως ἡ перекатывание, катание Plut.