περικαλίνδησις
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A rolling about, Plu.2.919a (pl.).
German (Pape)
[Seite 578] ἡ, = περικυλίνδησις, Plut. qu. nat. 28.
Greek (Liddell-Scott)
περικᾰλίνδησις: ἡ, = περικυλίνδησις, Πλούτ. 2. 919Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de rouler autour.
Étymologie: περί, καλινδέομαι.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α
περιστροφή, περικυλίνδησις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καλίνδησις «κύλισμα»].
Russian (Dvoretsky)
περικᾰλίνδησις: εως ἡ перекатывание, катание Plut.