πηνῖτις

From LSJ
Revision as of 02:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηνῖτις Medium diacritics: πηνῖτις Low diacritics: πηνίτις Capitals: ΠΗΝΙΤΙΣ
Transliteration A: pēnîtis Transliteration B: pēnitis Transliteration C: pinitis Beta Code: phni=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A the weaver, i. e. Athena, Ael.NA6.57; Dor. dat. Πᾱνίτιδι cj. Mein. for -άτιδι in AP6.289 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

πηνῖτις: -ιδος, ἡ ὑφάντρια, δηλ. ἡ Ἀθηνᾶ, Αἰλ. π. Ζ. 6. 57 Δωρ. πανίτιδα ἐν Ἀνθ. Π. 6. 289, ― ἔνθα κακῶς πανάτιδι.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
tisseuse (Athéna).
Étymologie: πήνη.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, -άτιδος, ἡ, Α
(ως επίθ. της Αθηνάς) η υφάντρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήνη «μίτος, υφάδι» + επίθημα -ῖτις (πρβλ. Μαχαν-ίτις)].

Russian (Dvoretsky)

πηνῖτις: дор. πᾱνῖτις, ῐδος ἡ пряха Anth.