πεφοβημένως
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
Adv., (φοβέομαι)
A timorously, X.HG7.5.25.
German (Pape)
[Seite 607] (φοβέομαι), erschrocken, furchtsam, Xen. Hell. 7, 5, 25.
Greek (Liddell-Scott)
πεφοβημένως: Ἐπίρρ. τοῦ φοβέομαι, μετὰ φόβου, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 25.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec effroi.
Étymologie: πεφοβημένος, part. pf. Pass. de φοβέω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με φόβο, φοβισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφοβημένος του φοβοῦμαι].
Russian (Dvoretsky)
πεφοβημένως: со страхом, в страхе Xen.