περιωδυνία

From LSJ
Revision as of 02:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιωδῠνία Medium diacritics: περιωδυνία Low diacritics: περιωδυνία Capitals: ΠΕΡΙΩΔΥΝΙΑ
Transliteration A: periōdynía Transliteration B: periōdynia Transliteration C: periodynia Beta Code: periwduni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A excessive pain, Pl.R.583d ; opp. περιχάρεια, Id.Lg. 732c ; of headache, Hp.Aff.2 : in pl., αἱ ἀπὸ τῶν φρενῶν π. Id.Acut. (Sp.) 34 ; ἥπατος π. ib.4 ; οἱ θάνατοι καὶ π. Arist.Po.1452b12.

German (Pape)

[Seite 601] ἡ, großer, übermäßiger Schmerz; Hippocr.; Ggstz περιχάρεια, Plat. Legg. V, 732 c; Sp., wie Plut.; ἐκ περιωδυνίας, Lucill. 103 (XI, 264).

Greek (Liddell-Scott)

περιωδῠνία: ἡ, ὑπερβολικὴ ὀδύνη, ἀντίθετ. τῷ περιχάρεια, Πλάτ. Πολ. 583D, Νόμ. 732C· ἐπὶ κεφαλαλγίας, Ἱππ. 516. 38· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 407. 23· οἱ θάνατοι καὶ π. Ἀριστ. Ποιητ. 11, 10 τῶν φρενῶν Ἱππ. 396. 44.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vive douleur.
Étymologie: περιώδυνος.

Greek Monolingual

ἡ, Α περιώδυνος
μεγάλη οδύνη, ισχυρότατος πόνος («τρώσεις... καὶ περιωδυνίαι», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

περιωδῠνία: ἡ, υπερβολικός πόνος, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιωδυνία -ας, ἡ, Ion. περιωδυνίη [περιώδυνος] van het lichaam hevige pijn. van de geest groot verdriet.

Russian (Dvoretsky)

περιωδῠνία: ἡ острая боль, мучительное страдание Plat., Arst., Plut., Anth.