πολύστυλος

From LSJ
Revision as of 02:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστῡλος Medium diacritics: πολύστυλος Low diacritics: πολύστυλος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: polýstylos Transliteration B: polystylos Transliteration C: polystylos Beta Code: polu/stulos

English (LSJ)

ον,

   A with many columns, σκηνή, οἶκος, Str.15.1.21, 17.1.28; of the Odeum, Plu.Per. 13.

German (Pape)

[Seite 674] mit vielen Säulen; Plut. Pericl. 13; Strab. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύστῡλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς στύλους, Στράβ. 694, 806, Πλουτ. Περικλ. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses colonnes.
Étymologie: πολύς, στῦλος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύστυλος, -ον, ΝΑ
(κυρίως για ναό) αυτός που έχει πολλούς στύλους, πολλούς κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στῦλος (πρβλ. τετρά-στυλος)].

Greek Monotonic

πολύστῡλος: -ον, αυτός που έχει πολλούς στύλους, σε Στράβ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πολύστῡλος: многоколонный (τὸ Ὠδεῖον Plut.).