Προκρούστης

From LSJ
Revision as of 02:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
μυθ. παρωνύμιο ληστή του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Δαμαστής ή Πολυπήμων και ο οποίος, εγκατεστημένος στην οδό που ένωνε τα Μέγαρα με την Αθήνα, ξάπλωνε τους οδοιπόρους σε ένα κρεβάτι, με την πρόφαση ότι ήθελε να τους φιλοξενήσει και, αν ήταν κοντύτεροι από το μήκος του κρεβατιού, τους τέντωνε έτσι ώστε να το καλύψουν, ενώ αν ήταν ψηλότεροι τους έκοβε τα πόδια ώς εκεί που περίσσευαν
νεοελλ.
(ως προσηγ. όν.) προκρούστης
είδος κολεόπτερου εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κρούστης (< κρούω)].

Russian (Dvoretsky)

Προκρούστης: ου ὁ Прокруст, «Растягивающий» (прозвище разбойника Полипемона) Xen., Arph.