Σαπφώ

From LSJ
Revision as of 03:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σαπφώ Medium diacritics: Σαπφώ Low diacritics: Σαπφώ Capitals: ΣΑΠΦΩ
Transliteration A: Sapphṓ Transliteration B: Sapphō Transliteration C: Sapfo Beta Code: *sapfw/

English (LSJ)

οῦς, acc. οῦν Greg.Cor. p.427S., voc. οῖ, ἡ:—Sappho, Alc. 55, etc.; Aeol. ψάπφω Sapph.1.20, Sapph.Supp.23.5,

   A BMus.Cat. Coins (Troas, etc.) p.200 (Mytil.); sts. Σάφφω, Head Hist.Num.2p.560 (Eresus):—Adj. Σαπφῷος, α, ον, Posidipp. ap. Ath.13.596d; or Σαπφικός, ή, όν, of Sapphic measure, Heph.14.1.

Greek (Liddell-Scott)

Σαπφώ: -οῦς, αἰτ. -οῦν Γρηγόρ. Κορίνθ. 427, κλητ. -οῖ, ἡ· ― ἡ ποιήτρια, Ἀλκαῖ. 54, κτλ.· Αἰολ. Ψαπφὼ αὐτόθι 64, Ahr. D. Aeol. § 7, 5· ἐν ἐπιγραφαῖς καὶ ἐπὶ νομισμάτων ἐνίοτε φέρεται Σάφφω, Συλλ. Ἐπιγρ. 1211. 4, Mionnet Descr. 2, σ. 46· ― ἐπίθετ. Σαπφῷος, α, ον, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D· ἢ Σαπφικός, ή, όν, ὁ ἔχων τὸ Σαπφικὸν μέτρον, Ἡφαιστ.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Sappho.

Greek Monotonic

Σαπφώ: ἡ, γεν. -οῦς, αιτ. -οῦν, κλητ. -οῖ, η ποιήτρια Σαπφώ, κορυφαία εκπρόσωπος της αρχαιοελληνικής λυρικής ποίησης.

Russian (Dvoretsky)

Σαπφώ: οῦς, эол. Ψαπφώ ἡ (voc. Σαπφοῖ, эол. Σάπφοι и Ψάπφοι) Сапфо (родом из Митилены на о-ве Лесбос, лирическая поэтесса VII-VI вв. до н. э.) Her. etc.