σάν

From LSJ
Revision as of 03:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek (Liddell-Scott)

σάν: ἴδε ὑπὸ τὸ στοιχεῖον Σσ Β. [ᾰ, ἴδε παρ’ Ἀθην. 454F].

French (Bailly abrégé)

(τό) :
nom dorien du sigma.
Étymologie: cf. hébr. shin ; sa forme M dérive du șade.

English (Slater)

σάν Doric name for the letter sigma. πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων (a ref. either to ἄσιγμοι ᾠδαί, Athen. 455c, or to mispronounciation of sigma, Wil.) Δ. 2. 3.

Greek Monolingual

(III)
τὸ, Α
δωρική ονομασία του γράμματος σίγμα («τὸ Δωριέες μὲν σὰν καλέουσι, Ἴωνες δὲ σίγμα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβραϊκό šīn].

Greek Monotonic

σάν: βλ. Σ, σ I.

Russian (Dvoretsky)

σάν: (ᾰ) τό indecl. сан (дорическое название буквы σ) Her.