σμίλη
English (LSJ)
ἡ,
A knife for cutting or carving, Ar. Th.779, Pl.R.353a, Babr.98.13; graving tool, sculptor's chisel, AP7.429 (Alc.); surgeon's knife or lancet (cf. φλεβοτόμος), Luc.Ind.29, Poll.4.181; shoemaker's knife, Pl.Alc.1.129c, Herod.7.119; vinedresser's pruning-knife, Gp.5.35.1 (but v. Pl. R.353a); penknife, AP6.67 (Jul.), etc.: cf. σμῖλα.
German (Pape)
[Seite 911] ἡ, Messer, Kneif zum Schneiden, Schnitzmesser, Ar. Th. 779, Plat. Rep. I, 333 a; Federmesser, scalper, scalprum, ein Werkzeug der Bildhauer, Wundärzte, Schuster, Alc. Mess. 21 (VII, 429), Phil. Th. 17 (VI, 62), Iul. Aeg. 10 (VI, 67), Ep. ad. 413 (Plan. 15*). Vgl. σμῖλα.
Greek (Liddell-Scott)
σμίλη: [ῑ], ἡ, μαχαίριον πρὸς γλυφὴν ἢ κλάδευμα, Λατ. scalp…um, Ἀριστοφ. Θεσμ. 779, Πλάτ. Πολ. 353Α, Βαβρ. 98. 13· ἐργαλεῖον χαρακτικόν, ἐργαλεῖον γλύπτου, Ἀνθ. Π. 7. 429· χειρουργοῦ μαχαίριον (πρβλ. φλεβοτόμος), Λουκ. πρ. Ἀπαίδ. 29, Πολυδ. Δ΄, 181· μαχαίριον ὑποδηματοποιοῦ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 129C· μαχαίριον ἀμπελουργοῦ ἐν Γεωπ. 5. 35, 1 (ἀλλ’ ἴδε Πλάτ. Πολ. 353Α)· κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 67, κτλ.· - πρβλ. σμῖλα.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
instrument pour tailler, particul. bistouri ou lancette de chirurgien.
Étymologie: R. Σμα, frotter, gratter ; cf. σμάω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σμῑλα Α
1. χαλύβδινο ή σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κοπή, χάραξη ή απόξεση ξύλου, μαρμάρου, μετάλλου κ.ά υλικών, κν. κοπίδι
2. είδος χειρουργικού εργαλείου
μσν.
αμπελουργικό μαχαιρίδιο
αρχ.
1. μαχαιρίδιο υποδηματοποιού
2. μαχαιράκι για το ξύσιμο κοντυλιού ή μαχαιριού, κοντυλομάχαιρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σμί-λη, με επίθημα -λη, που απαντά και σε άλλα ον. εργαλείων (πρβλ. μή-λη, χη-λή), προέρχεται πιθ. από κάποιον ρηματ. τ., στον οποίο ανάγονται και ορισμένοι τ. άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για τον ξυλουργό και κατ' επέκταση και για τον σιδηρουργό (πρβλ. αρχ. νορβ. smidr, αγγλοσαξ. smid και τα νεώτερα: γερμ. Schmied, αγγλ. smith). Δυσερμήνευτο παραμένει το -ī- του τύπου, το οποίο, κατά μία άποψη, θεωρείται αναλογικό προς τ. σε -ῑλη, -ῑλο-, ενώ, κατ' άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, δικαιολογείται από την ύπαρξη μιας ΙΕ ρίζας με μακρά δίφθογγο smēi- / smΐ- «σμιλεύω, κατεργάζομαι με αιχμηρό αντικείμενο» (βλ. και λ. σμινύη.
Greek Monotonic
σμίλη: [ῑ], ἡ, είδος μαχαιριού που χρησιμοποιείται στην κοπή, στη γλυπτική ή το κλάδεμα, σε Πλάτ. κ.λπ.· εργαλείο γλυπτικής, σμίλη, γλύφανο, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμίλη -ης, ἡ mes, zakmes; spec. schoenmakersmes. schrijfstift, stilet (om mee op een wastafeltje te schrijven); beitel (om letters mee uit te hakken). geneesk. scalpel, lancet.
Russian (Dvoretsky)
σμίλη: дор. σμῖλα (ῑ) ἡ
1) нож Plat.;
2) долото, резец Arph., Anth.;
3) хирургический нож, ланцет Luc.;
4) сапожный нож, резак Plat.;
5) перочинный нож Anth.