συμφεύγω

From LSJ
Revision as of 04:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφεύγω Medium diacritics: συμφεύγω Low diacritics: συμφεύγω Capitals: ΣΥΜΦΕΥΓΩ
Transliteration A: sympheúgō Transliteration B: sympheugō Transliteration C: symfeygo Beta Code: sumfeu/gw

English (LSJ)

fut.

   A -φεύξομαι E.Ph.1679:—flee along with, τινι Hdt.4.11; σὺν φεύγουσι συμφεύγω E.Heracl.26: abs., D.S.14.91.    2 to be banished along with, Lycurg.25; συνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην shared in this banishment, Pl.Ap.21a.    II take refuge, ὠνομάσθαι Δίκτυνναν ἀπὸ τοῦ συμφυγεῖν εἰς ἁλιευτικὰ δίκτυα D.S.5.76; συμφευξόμεθα ἐπί . ., c. acc., we will have recourse to... Herod.Med. in Rh.Mus.58.72.

German (Pape)

[Seite 991] (s. φεύγω), mit, zugleich, zusammen fliehen; ἐγὼ σὺν φεύγουσι συμφεύγω τέκνοις, Eur. Heracl. 26; συμφεύξομαι πατρί, Phoen. 1673; ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, Plat. Apol. 21 a, wie Lycurg. 25; εἰς τὰς πόλεις, Pol. 4, 64, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συμφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, φεύγω ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ Ἡρόδ. 4. 11, Εὐρ., κλπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 26. 2) ἐξορίζομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ Λυκοῦργ. 151. 13· ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, μετέσχε ταύτης τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἀπολ. 21Α.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ξυνέφυγον;
1 fuir avec : τινι avec qqn;
2 être exilé avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, φεύγω.

Greek Monolingual

Α
1. φεύγω μαζί με άλλους
2. εξορίζομαι μαζί με άλλους
3. καταφεύγω.

Greek Monolingual

Α
1. φεύγω μαζί με άλλους
2. εξορίζομαι μαζί με άλλους
3. καταφεύγω.

Greek Monotonic

συμφεύγω: μέλ. -φεύξομαι,
1. φεύγω, δραπετεύω μαζί με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν, σε Ευρ.
2. εξορίζομαι από κοινού ή ομαδικά, ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, συμμετέσχε σ' αυτήν την εξορία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συμφεύγω: (fut. συμφεύξομαι, aor. 2 συνέφυγον)
1) вместе бежать (τινί Her. и σύν τινι Eur.);
2) вместе находиться в изгнании: ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην Plat. (Херефонт) также подвергся тогда изгнанию;
3) бежать, искать убежища (ἐν τὰς πόλεις Polyb.).