συμπεριπλέω

From LSJ
Revision as of 04:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριπλέω Medium diacritics: συμπεριπλέω Low diacritics: συμπεριπλέω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΠΛΕΩ
Transliteration A: symperipléō Transliteration B: symperipleō Transliteration C: symperipleo Beta Code: sumperiple/w

English (LSJ)

   A sail about with, c. dat., App.BC5.96, Ps.-Hdt. Vit.Hom.8.

German (Pape)

[Seite 986] (s. πλέω), mit umschiffen; Her. vita Hom. 8; Appian.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριπλέω: περιπλέω ὁμοῦ ἢ μετά τινος, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Βίος Ὁμήρ. 8.

Greek Monolingual

Α περιπλέω
περιπλέω μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

Α περιπλέω
περιπλέω μαζί με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριπλέω: вместе плавать вокруг, огибать на корабле Plut.