συμπεριπλέω
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
A sail about with, c. dat., App.BC5.96, Ps.-Hdt. Vit.Hom.8.
German (Pape)
[Seite 986] (s. πλέω), mit umschiffen; Her. vita Hom. 8; Appian.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριπλέω: περιπλέω ὁμοῦ ἢ μετά τινος, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Βίος Ὁμήρ. 8.
Greek Monolingual
Α περιπλέω
περιπλέω μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
Α περιπλέω
περιπλέω μαζί με άλλον.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριπλέω: вместе плавать вокруг, огибать на корабле Plut.