συννέμησις
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
εως, ἡ,
A relation, πρὸς τὸν χρόνον Plu.2.393a.
Greek (Liddell-Scott)
συννέμησις: -εως, ἡ, σχέσις, πρός τι, κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν Πλούτ. 2. 393Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
relation.
Étymologie: συννέμω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α
σχέση προς κάτι, αναφορά προς κάτι («κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συννέμω. Για το δισύλλαβο θ. συν-νεμη- βλ. και λ. νέμω.
Russian (Dvoretsky)
συννέμησις: εως ἡ отношение (πρός τι Plut.).