τριπάτωρ

From LSJ
Revision as of 04:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπάτωρ Medium diacritics: τριπάτωρ Low diacritics: τριπάτωρ Capitals: ΤΡΙΠΑΤΩΡ
Transliteration A: tripátōr Transliteration B: tripatōr Transliteration C: tripator Beta Code: tripa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ,

   A having three fathers, name of Tritogeneia, AP15.25.26 (Besant.); of Orion, Nonn.D.13.99.    II τριπάτορες, οἱ, = πρόπαπποι or οἱ πρῶτοι ἀρχηγέται, AB 307.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
1. (για την Τριτογένεια ή για τον Ωρίωνα) αυτός που έχει τρεις πατέρες
2. στον πληθ. οἱ τριπάτορες
οι πρόπαπποι, οι πρώτοι αρχηγέτες («οἱ μὲν τοὺς πρώτους ἀρχηγέτας, οἱ δὲ τρίτους ἀπὸ τοῡ πατρός, ὅπερ ἐστὶ προπάππους», Ανέκδοτα Βεκκήρου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. -πάτωρ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπάτωρ: ορος (ᾰ) ὁ праотец, пращур Anth.