ὕσσακος
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ὑστακός, Hsch.; ὑσσάκους· πασσάλους, EM785.7, Phot. (cf. ὕσταξ); dub. in
A Lyr.A desp.46A; but, = pudenda muliebria, Ar. Lys. 1001: Dor. word acc. to Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ὕσσακος: ἢ ὕσσαξ, ὁ, ἑρμηνεύεται παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολόγ. 785, 8, καὶ τῷ Φωτ. διὰ τοῦ πάσσαλος, ἀλλ’ ἐν χρήσει εὕρηται ἐπὶ τοῦ γυναικείου αἰδοίου, εἶμ’ ὥστ’ ἀπ’ ὑσσάκω λυθεῖσα Ποιητ. Δωρ. παρ’ Ἡφαιστ. 28· ἀπήλαον τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων Ἀριστοφ. Λυσ. 1001· ὡς φαίνεται ἡ λέξις εἶναι Δωρικ.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
1 porcelet;
2 pudenda muliebria AR Lys..
Étymologie: ὕσσαξ.