Φαέθουσα

From LSJ
Revision as of 05:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Phaéthousa, litt. « la brillante », fille d’Hélios.
Étymologie: *φαέθω.

English (Autenrieth)

daughter of Helius and Neaera, Od. 12.132†.

Greek Monolingual

η, Ν
μυθ.
1. κόρη του Ηλίου και της Νεαίρας ή της Ρόδης, αδελφή της Λαμπετίης και του Φαέθοντος
2. κόρη του Δαναού, μητέρα του Μυρτίλου, τον οποίο απέκτησε από τον Ερμή.

Russian (Dvoretsky)

Φᾰέθουσα: ἡ Фаэтуса (дочь Гелиоса и Неэры, нимфа) Hom.