φιλάρματος

From LSJ
Revision as of 05:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλάρμᾰτος Medium diacritics: φιλάρματος Low diacritics: φιλάρματος Capitals: ΦΙΛΑΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: philármatos Transliteration B: philarmatos Transliteration C: filarmatos Beta Code: fila/rmatos

English (LSJ)

ον,

   A fond of chariots or the chariot-race, πόλις Pi.I.8(7).22; Θῆβαι E.HF467; as name of a horse, Mélanges Beyrouth 15.111 (Berytus).

German (Pape)

[Seite 1275] wagenliebend, Freund von Wagen, vom Wettfahren mit Wagen; πόλις Pind. I. 2, 20; Θῆβαι Eur. Herc. F. 467.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάρμᾰτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ ἅρματα ἢ τὴν ἁρματηλασίαν, φιλαρμάτου πόλιος Πινδ. Ι. 8. (7), 43· σὺ δ’ ἦσθα Θηβῶν τῶν φιλαρμάτων ἄναξ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 467.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
amateur de chars ou de courses de chars.
Étymologie: φίλος, ἅρμα.

English (Slater)

φῐλάρμᾰτος, -ον
   1 chariot-loving φιλαρμάτου πόλιος (Thebes) (I. 8.20)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τις αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -άρματος (< ἅρμα (II), -ατος), πρβλ. πολυ-άρματος].

Greek Monotonic

φῐλάρμᾰτος: -ον, αυτός που αγαπά τους αγώνες με άρματα, σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φιλάρμᾰτος: любящий колесницы, увлекающийся конными состязаниями (πόλις Pind.; Θῆβαι Eur.).