φιλοικοδόμος

From LSJ
Revision as of 05:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοικοδόμος Medium diacritics: φιλοικοδόμος Low diacritics: φιλοικοδόμος Capitals: ΦΙΛΟΙΚΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: philoikodómos Transliteration B: philoikodomos Transliteration C: filoikodomos Beta Code: filoikodo/mos

English (LSJ)

ον,

   A fond of building, X.Oec.20.29, Arist.EN 1175a34.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοικοδόμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ οἰκοδομῇ, Ξεν. Οἰκ. 20. 29, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à bâtir des maisons.
Étymologie: φίλος, οἰκοδομέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει να χτίζει οικοδομήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἰκοδόμος.

Greek Monotonic

φῐλοικοδόμος: -ον, αυτός που αγαπά την οικοδόμηση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

φιλοικοδόμος: v. l. φιλοικόδομος 2 любящий домостроительство Xen., Arst., Plut.