φρενώλης
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
ες,
A distraught in mind, frenzied, A.Th. 757 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1305] ες, zerrüttetes Geistes, wahnsinnig, Aesch. Spt. 739.
Greek (Liddell-Scott)
φρενώλης: -ες, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὰς ἑαυτοῦ φρένας, παράφρων, Αἰσχύλ. Θήβ. 757. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a l’esprit perdu.
Étymologie: φρήν, ὄλλυμι.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) παράφρων, τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -ώλης (< ὄλλυμι «χάνω, καταστρέφω»), πρβλ. παν-ώλης. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
φρενώλης: -ες (ὄλλυμι), αυτός που έχασε το μυαλό του, παράφρων, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φρενώλης: потерявший рассудок, безумный Aesch.