φρενώλης

From LSJ
Revision as of 05:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενώλης Medium diacritics: φρενώλης Low diacritics: φρενώλης Capitals: ΦΡΕΝΩΛΗΣ
Transliteration A: phrenṓlēs Transliteration B: phrenōlēs Transliteration C: frenolis Beta Code: frenw/lhs

English (LSJ)

ες,

   A distraught in mind, frenzied, A.Th. 757 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1305] ες, zerrüttetes Geistes, wahnsinnig, Aesch. Spt. 739.

Greek (Liddell-Scott)

φρενώλης: -ες, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὰς ἑαυτοῦ φρένας, παράφρων, Αἰσχύλ. Θήβ. 757. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a l’esprit perdu.
Étymologie: φρήν, ὄλλυμι.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) παράφρων, τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -ώλης (< ὄλλυμι «χάνω, καταστρέφω»), πρβλ. παν-ώλης. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

φρενώλης: -ες (ὄλλυμι), αυτός που έχασε το μυαλό του, παράφρων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φρενώλης: потерявший рассудок, безумный Aesch.