Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλόϊνος

From LSJ
Revision as of 05:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλόϊνος Medium diacritics: φλόϊνος Low diacritics: φλόϊνος Capitals: ΦΛΟΪΝΟΣ
Transliteration A: phlóïnos Transliteration B: phloinos Transliteration C: floinos Beta Code: flo/i+nos

English (LSJ)

η, ον,

   A made from the plant φλόος 11, = φλέως, ἐσθής φλοΐνη garments thereof, Hdt.3.98; φ. ἡνίαι E.Fr.284; σπυρίς, ψίαθος, Poll.10.178.

German (Pape)

[Seite 1292] von Baumrinde, Bast; ἐσθῆτες, davon gemachte Kleider, Her. 3, 98; Poll. 10, 178; von dem Bast der Wasserpflanze φλέως, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

φλόϊνος: -η, -ον, ἐκ τοῦ φυτοῦ φλέω πεποιημένος, ἐσθῆτες φλόϊναι, ἐνδύματα πεποιημένα ἐξ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 3. 98· φλ. ἡνίαι Εὐρ. Ἀποσπ. 286· «φλοΐνην σπυρίδα ἢ ψίαθον ἢ ὁτιδήποτε... ἡ δὲ ὕλη ὅθεν ἐπλέκετο, φλοῦς κατὰ τοὺς Ἴωνας, φλέως δὲ κατὰ τοὺς Ἀττικοὺς» Πολυδ. Ι΄, 178.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait d’écorce (φλοιός) ou de l’espèce de roseau φλόος ou φλέως.

Greek Monolingual

-ΐνη, -ον, Α
κατασκευασμένος με υλικό προερχόμενο από το φυτό φλέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέως / φλοῦς «είδος φυτού» (βλ. λ. φλέως) + κατάλ. -ινος (πρβλ. φλέϊνος)].

Greek Monotonic

φλόϊνος: -η, -ον, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στο φυτό του νερού φλέως(Ιων. φλοῦς), ἐσθῆτες φλόϊναι, ενδύματα από αυτό, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

φλόϊνος: тростниковый (ἐσθῆτες Her.; ἡνίαι Eur.).