χαλκοχάρμας
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (Slater)
χαλκοχάρμας
1 delighting in bronze armour χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι (P. 5.82) met., χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον (I. 6.27) χα]λκοχάρμαι (supp. NorsaVitelli) (Pae. 6.171)
Russian (Dvoretsky)
χαλκοχάρμας: ου adj. m дор. = χαλκοχάρμης.