γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)
inf. ao. de ψάλλω.
ψῆλαι: απαρ. αορ. αʹ του ψάλλω.
ψῆλαι inf. aor. act. van ψάλλω.
ψῆλαι: inf. aor. к ψάλλω.