γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
inf. ao. de ψάλλω.
ψῆλαι: απαρ. αορ. αʹ του ψάλλω.
ψῆλαι inf. aor. act. van ψάλλω.
ψῆλαι: inf. aor. к ψάλλω.