διακουφίζω

From LSJ
Revision as of 06:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακουφίζω Medium diacritics: διακουφίζω Low diacritics: διακουφίζω Capitals: ΔΙΑΚΟΥΦΙΖΩ
Transliteration A: diakouphízō Transliteration B: diakouphizō Transliteration C: diakoufizo Beta Code: diakoufi/zw

English (LSJ)

intr.,

   A become lighter for an interval, remit, σμικρὰ δ. Hp.Epid.1.7.    2 trans., relieve, σπλῆνα Ruf. ap. Orib.45.30.69.

German (Pape)

[Seite 583] erleichtern; – von Krankheiten, nachlassen, gelindert werden, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διακουφίζω: προσκαίρως γίνομαι ἐλαφρότερος, χαλαροῦμαι (περὶ νόσων), Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.

Spanish (DGE)

medic.
1 disminuir, remitir ligera o temporalmente (οἱ πυρετοί) σμικρὰ διακουφίζοντες Hp.Epid.1.7, cf. 1.26.13, 3.17.1.
2 tr. mejorar, aliviar τὸ ἧπαρ καὶ τοὺς πυρετοὺς οὐδὲ σμικρὸν οἱ ὕδεροι διακουφίζουσιν Ruf. en Orib.45.30.69, τοῖς ὀδοῦσι συμφέρει καὶ διακουφίζει τὴν κεφαλήν Ruf. en Orib.Syn.1.18.

Greek Monolingual

διακουφίζω (Α) κουφίζω
(για επιδημική νόσο) γίνομαι προσωρινά ελαφρότερος ή ηπιότερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κουφίζω intrans. lichter worden, afnemen:. σμικρὰ κουφίζοντες (koorts) die een beetje afneemt Hp. Epid. 1.7.