καινοποιέω

Revision as of 06:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

pf.

   A κεκαινοποίηκα Plb.4.2.4:—make new, renew, τὴν θεραπείαν Id.15.25.17; κ. ἐλπίδας gives new life to hopes, Id.3.70.11; κ. τά τινος ἁμαρτήματα renew the memory of . ., Id.30.4.17:— Pass., ἐκαινοποιήθη τὰ τῆς ὀργῆς Id.21.31.3, cf. 11.4.5, 31.28.9; of a plaster, Philum.Ven.7.9.    II make changes, innovate, πολλὰ κ. [ἡ τύχη] Plb.1.4.5, etc.: abs., Luc.Prom.Es3, etc.:—Pass., τί καινοποιηθὲν λέγεις; what new-fangled, strange words are these? S.-Tr.873, cf. Plb.9.2.4; τὰ καινοποιηθέντα innovations, OGI669.44 (Egypt, i A. D.), cf. POxy.237 viii 42 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1294] neu machen, erneuern; τί δὲ καινοποιηθὲν λέγεις; Soph. Tr. 870; πολλὰ καινοποιεῖ ἡ τύχη Pol. 1, 4, 5, öfter; τὸν πόλεμον, erneuern, 11, 5, 5, wie D. Sic. 16, 80.

Greek (Liddell-Scott)

καινοποιέω: πρκμ. κεκαινοποίηκα Πολύβ. 4. 2, 4· - κάμνω νέον, ἀνανεώνω, πόλεμον Πολύβ. 11. 5, 5· τὰ τῆς ὀργῆς ὁ αὐτ. 22. 14, 3· καινοποιέω ἐλπίδας, δίδω νέαν ζωὴν εἰς τὰς ἐλπίδας, ὁ αὐτ. 70, 11· καινοποιῶ τά τινος ἁμαρτήματα, ἀνανεώνω τὴν μνήμην αὐτῶν, ὁ αὐτ. 30. 4, 17, πρβλ. 32. 14, 9, κτλ. ΙΙ. κάμνωπαράγω νέα πράγματα, κάμνω μεταβολάς, καινοτομῶ, πολλὰ καινοποιεῖ ἡ τύχη ὁ αὐτ. 1. 4, 5, κτλ.· ἀπολ., εἰ καινοποιεῖν δοκοίην Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγ. 3, κτλ. - Παθ., τί καινοποιηθὲν λέγεις; τί νέον δυστύχημα ἔχεις ν’ ἀναγγείλῃς; Σοφ. Τρ. 873, πρβλ. Πολύβ. 9. 2, 4· τὰ καινοποιηθέντα, τὰ ἀνανεωθέντα Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 44. - Κατὰ Σουΐδ. «κεκαινοπεποιημένοι... τουτέστιν ὑγιεῖς», ἔνθα διορθωτέον κεκαινοποιημένοι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire du nouveau, innover ; Pass. τί καινοποιηθὲν λέγεις ; SOPH que s’est-il passé de nouveau ? que veux-tu dire ?
Étymologie: καινός, ποιέω.

Greek Monotonic

καινοποιέω: μέλ. -ήσω, κάνω καινούριο, εισάγω καινούρια πράγματα, φέρνω αλλαγές, νεωτερίζω, καινοτομώ, σε Λουκ. — Παθ., τί καινοποιηθὲν λέγεις; τί καινούριες, παράδοξες λέξεις μεταχειρίζεσαι; σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

καινοποιέω: 1) обновлять, возобновлять (πόλεμον Polyb.; ἀναλαμβάνειν καὶ κ. Plut.);
2) воскрешать (ἐλπίδας Polyb.);
3) воскрешать в памяти, вспоминать (τὰ ἁμαρτήματά τινος Polyb.);
4) создавать новое, впервые производить (πολλά Polyb.): τί καινοποιηθὲν λέγεις; Soph. что, говоришь ты, стряслось нового?

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινοποιέω [καινός, ποιέω] vernieuwen:; καινοποιεῖν εἱλόμην ik heb voor vernieuwing gekozen Luc. 22.18; pass.: τί καινοποιηθὲν λέγεις; welk nieuw bericht heb je te vertellen? Soph. Tr. 873.