καταπέρδομαι

From LSJ
Revision as of 07:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπέρδομαι Medium diacritics: καταπέρδομαι Low diacritics: καταπέρδομαι Capitals: ΚΑΤΑΠΕΡΔΟΜΑΙ
Transliteration A: katapérdomai Transliteration B: kataperdomai Transliteration C: kataperdomai Beta Code: katape/rdomai

English (LSJ)

only in aor. 2 Act. κατέπαρδον:—

   A break wind at, τινος, in sign of contempt, Epicr.11.28 (anap.), Ar.Pax547; τοῦ σοῦ δίνου Id.V.618; τῆς Πενίας Id.Pl.618 (anap.).

Greek Monolingual

καταπέρδομαι (Α)
(μόνο στον ενεργ. αόρ. β') (χυδαία έκφραση που δηλώνει περιφρόνηση) κλάνω ενώπιον κάποιου («καὶ τῆς Πενίας καταπαρδεῑν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πέρδομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πέρδομαι, aor. κατέπαρδον, met gen.: een wind laten tegen:. κατέπαρδεν... τοῦ ξιφουργοῦ hij liet een scheet richting zwaardenmaker Aristoph. Pax 547.