ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
κενταυρίη, ἡ (Α) κένταυροςτο κενταύριο(ν).
κενταυρίη -ης, ἡ [~ κενταύρειον] duizendguldenkruid.