κεκάδοντο

From LSJ
Revision as of 07:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source

German (Pape)

[Seite 1413] aor. zu χάζομαι.

French (Bailly abrégé)

v. χάζω.

English (Autenrieth)

see χάζομαι.

Greek Monotonic

κεκάδοντο: [ᾰ], γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ του χάζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκάδοντο en κεκαδών zie κεκαδεῖν.