κλαύσομαι
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek (Liddell-Scott)
κλαύσομαι: μέλλ. τοῦ κλαίω, Δωρ. κλαυσοῦμαι.
French (Bailly abrégé)
v. κλαίω.
Greek Monotonic
κλαύσομαι: Δωρ. κλαυσοῦμαι, μέλ. του κλαίω.
Russian (Dvoretsky)
κλαύσομαι: fut. к κλαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαύσομαι, Dor. κλαυσοῦμαι fut. van κλαίω.