κρητίζω
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
French (Bailly abrégé)
agir ou parler comme un Crétois, càd être fourbe, imposteur.
Étymologie: Κρής.
Greek Monolingual
κρητίζω (Α) Κρης
1. μιλώ με κρητική προφορά, μιλώ σαν Κρητικός
2. μιμούμαι τους Κρητικούς στα ψέματα
3. παροιμ. «προς Κρῆτα κρητίζειν» — το να απατά κάποιος τον απατεώνα.
Russian (Dvoretsky)
κρητίζω: действовать «по-критски», т. е. обманывать, плутовать (см. Κρής II) Plut., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρητίζω [Κρήτη] ‘Cretenzisch spreken’, spreekw. bedriegen, liegen:. πρὸς Κρῆτα ( ς ) κρητίζειν boeven met boeven vangen Plut. Aem. 23.10.