συρμαϊσμός

From LSJ
Revision as of 09:13, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρμαϊσμός Medium diacritics: συρμαϊσμός Low diacritics: συρμαϊσμός Capitals: ΣΥΡΜΑΪΣΜΟΣ
Transliteration A: syrmaïsmós Transliteration B: syrmaismos Transliteration C: syrmaismos Beta Code: surmai+smo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A use of an emetic, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Hp.Art.40, cf. Gal.18(1).484, Ruf. Interrog.70, Ps.-Diocl.ap Paul.Aeg.1.100.

Greek (Liddell-Scott)

συρμαϊσμός: ὁ, ἡ χρῆσις ἐμετικοῦ φαρμάκου, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συρμαΐζω
η χρησιμοποίηση συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου
αρχ.
ο χυμός του φυτού συρμαία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρμαϊσμός -οῦ, ὁ [συρμαΐζω] het gebruik van braakmiddelen.