δυσκραής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A intemperate, Opp.H.2.517.
German (Pape)
[Seite 683] ές, schlecht gemischt, d. i. nicht gemäßigt, ῥιπή Opp. H. 2, 517.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκρᾱής: -ές, = δύσκρατος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 517.
Spanish (DGE)
(δυσκρᾱής) -ές destemplado, excesivo ῥιπή Opp.H.2.517.
Greek Monolingual
-ές (Α δυσκραής, -ές)
(για κλίμα) αυτός που δεν είναι ευκραής, δηλ. ο πολύ θερμός ή πολύ ψυχρός
νεοελλ.
(για άνθρ.) αυτός που έχει αδύναμη, κακή κράση.
Frisk Etymological English
See also: s. εὑκραής.